προϋποστολή

προϋποστολή
ἡ, Μ [προϋποστέλλομαι]
1. το να προαποσύρεται κάτι
2. η βάση τού στηρίγματος («τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς προϋποστολῆς τοῡ θυσιαστηρίου», Θεοφάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”